Η
λίπανση της ελιάς γίνεται όπως λέγεται κλασσικά, για την επίτευξη
ισόρροπης βλάστησης και ανθοφορίας. Για μια ορθολογική προσέγγιση του
θέματος, επιβάλλεται η λίπανση να εκτελείται με γνώμονα
τουλάχιστον την αντικατάσταση των αφαιρούμενων με τον καρπό και το
κλάδεμα ανόργανων στοιχείων από το χωράφι.
Η γνώση των εκροών από τον
ελαιώνα είναι ελάχιστη για τις συνθήκες της Ελλάδας. Η ποσότητα των εκροών επηρεάζεται
από τη μορφή καλλιέργειας του ελαιώνα, την παραγωγικότητα κάθε χρονιάς
και την αποτελεσματικότητα της λιπαντικής αγωγής που ακολουθείται.
Οι ετήσιες εκροές από το κάθε δέντρο ελιάς με κανονική καρποφορία διεθνώς φαίνεται στον Πίνακα 1.
Είναι εμφανές ότι το κάθε δέντρο καταναλώνει κάθε έτος μεγάλη ποσότητα αζώτου και καλίου και σημαντικά μικρότερη ποσότητα φωσφόρου.
Παρόμοια έρευνα στην ποικιλία Χονδρολιά Χαλκιδικής καλλιεργούμενη σε πεδινό εντατικό ελαιώνα της Χαλκιδικής, έδειξε ότι σε κάθε στρέμμα ελαιώνα με κανονική καρποφορία,
οι καρποί και τα κλαδιά κλαδέματος απομακρύνουν σημαντικές
ποσότητες αζώτου ( Ν ) και καλίου ( Κ ), μικρές ποσότητες φωσφόρου( P )
και ελάχιστες βορίου ( B ) ( Πίνακας 2 ).
Επίσης, ο
ψιλοτεμαχισμός και επιστροφή των κλαδευτικών στο χωράφι έχει
σαν αποτέλεσμα τη μείωση των λιπαντικών αναγκών στο 50% τουλάχιστον, όπου βέβαια αυτός ο ψιλοτεμαχισμός είναι εφικτός.
Επιπλέον, με τον ψιλοτεμαχισμό θα έχουμε και όλα τα θετικά αποτελέσματα από την εφαρμογή οργανικής ουσίας στο έδαφος ( βελτίωση φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους και συγκράτησης νερού, αύξηση της οργανικής ουσίας και αφομοιωσιμότητας των ανόργανων στοιχείων, κ.λπ.).
Η ελιά είναι απαιτητική σε Ν
ώστε να αντιδρά σχεδόν πάντα στην αζωτούχο λίπανση με έντονη βλάστηση,
υψηλό ποσοστό τέλειων ανθέων, υψηλή καρπόδεση και καλή καρποφορία. Η
έλλειψη Ν, οδηγεί σε μειωμένη καρποφορία ή σε παρενιαυτοφορία.
Παρενιαυτοφορία είναι η κατάσταση εκείνη ενός ελαιώνα όπου ο ελαιώνας
καρπίζει κάθε δύο ή και περισσότερες χρονιές. Εκτός της έλλειψης
αζώτου, βασικοί παράγοντες που οδηγούν στην παρενιαυτοφορία είναι η
έλλειψη άρδευσης, το κακό ή ανύπαρκτο κλάδεμα και η υπερβολική
φυλλόπτωση από ασθένειες και λοιπά προβλήματα.
Η ελιά δεν έχει βρεθεί να αντιδρά τις περισσότερες φορές στη φωσφορική λίπανση.
Αυτό είναι προφανές από τις χαμηλές ανάγκες της καλλιέργειας σε P, αλλά
και από τις ιδιότητες πολλές φορές των εδαφών να δεσμεύουν το φώσφορο
και να τον αποδεσμεύουν σταδιακά με τα χρόνια.
Οι απαιτήσεις της ελιάς σε K είναι υψηλές και για αυτό η λίπανση με κάλιο πρέπει να γίνεται τακτικά ανάλογα με τις εκροές του στοιχείου.
Ελλείψεις μαγνησίου ( Mg ) και ψευδαργύρου ( Ζn
) έχουν βρεθεί αρκετές φορές διεθνώς στην ελιά και είναι πιθανή η
ανάγκη λίπανσης με τα ανωτέρω στοιχεία πολλών εντατικών ελαιώνων.
Υπεράνω όλων, το Β αποτελεί το στοιχείο που λείπει πολύ συχνά από
πολλές περιοχές καλλιέργειας της ελιάς στην Ελλάδα.
Το βόριο
βοηθά στην καλύτερη προσρόφηση και μετακίνηση των άλλων ανόργανων
στοιχείων και για αυτό βοηθά σημαντικά στην ανάπτυξη και παραγωγικότητα
του ελαιόδεντρου.
Συνοψίζοντας, σε γενικές γραμμές και αν δεν έχουμε αναλύσεις εδάφους και φύλλων για λεπτομερέστερη λιπαντική αγωγή, προτείνεται
η εφαρμογή περίπου 0,8 - 1 kg αζώτου ανά δέντρο και έτος σε κανονικής
καρποφορίας αρδευόμενους ελαιώνες και περίπου 0,6 kg αζώτου ανά δέντρο
και έτος για κανονικής παραγωγής ξηρικούς ελαιώνες. Τη χρονιά που δεν
αναμένουμε παραγωγή, η λίπανση να μειώνεται στο μισό.
Η εποχή που θα γίνει η λίπανση είναι επίσης σημαντική.
Πρέπει κατ’ αρχήν, να γνωρίζουμε τις κρίσιμες περιόδους που το δέντρο
της ελιάς έχει τις σημαντικότερες ανάγκες σε ανόργανα στοιχεία. Αυτές
είναι κατά την άνθιση – καρπόδεση ( Μάιος - Ιούνιος ), κατά τη διαφοροποίηση ανθοφόρων οφθαλμών για την επόμενη χρονιά ( Ιούνιος ), ελάχιστες στη σκλήρυνση του πυρήνα ( Ιούλιος – Αύγουστος ) και αρκετές κατά τη διαμόρφωση των ανθέων ( τέλη χειμώνα – αρχές άνοιξης ).
Επιπλέον, πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι ρίζες της ελιάς δεν λειτουργούν αποτελεσματικά κατά τη χειμερινή περίοδο και μόνο με την έναρξη της βλάστησης την άνοιξη,
οι ρίζες λειτουργούν απορροφώντας ανόργανα στοιχεία από το έδαφος.
Επομένως, οι ανάγκες του δέντρου μέχρι και το Μάρτιο καλύπτονται σχεδόν
ολοκληρωτικά από στοιχεία που είναι αποθηκευμένα στα βλαστικά μέρη του
δέντρου ( φύλλα, κλαδιά, κορμό και ρίζες ).
Από εκεί και
πέρα, η συμμετοχή της απορρόφησης ανόργανων στοιχείων από το έδαφος στην
κάλυψη των θρεπτικών αναγκών της ελιάς αυξάνεται έως τις αρχές του
καλοκαιριού, ενώ από εκεί και πέρα η κάλυψη των αναγκών γίνεται
ολοκληρωτικά από την προσρόφηση στοιχείων από το έδαφος.
Έτσι, στους ξηρικούς ελαιώνες με λίγες βροχοπτώσεις, προτείνεται η εφαρμογή των λιπαντικών στοιχείων ( κυρίως αζώτου
) τον Ιανουάριο ώστε αυτό να είναι διαθέσιμο τον Απρίλιο.
Για περιοχές
όπου οι βροχοπτώσεις του Φεβρουαρίου και Μαρτίου είναι συνήθως
σημαντικές ( Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα ), η ανωτέρω λίπανση θα ήταν καλό να γίνει αρχές Μαρτίου ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες από έκπλυση.
Σε αρδευόμενους ελαιώνες,
η λίπανση καλίου και δευτερευόντως φωσφόρου μπορεί να γίνεται το
χειμώνα, αλλά η αζωτούχος πρέπει να εφαρμόζεται εν μέρει τον Απρίλιο και
εν μέρει με τις θερινές αρδεύσεις.
Τέλος, η εφαρμογή βορίου μπορεί να
γίνει το χειμώνα από εδάφους με τη μορφή βόρακα και διαφυλλικά την
άνοιξη με υδατοδιαλυτές μορφές βορίου σε συνδυασμό με τον ψεκασμό
κατάλληλων χαλκούχων σκευασμάτων ή εντομοκτόνων.
Μια μικρή ποσότητα Ν
είναι απαραίτητη τέλη Αυγούστου για να συσσωρεύσει Ν το φυτό για την
επόμενη βλαστική περίοδο.
Λιπάσματα που είναι κατάλληλα για τη βασική λίπανση ελιάς είναι όλα τα απλά λιπάσματα που περιέχουν άζωτο ( η επιλογή του καταλληλότερου είδους λιπάσματος εξαρτάται από τις ιδιότητες του εδάφους
) ή κάλιο.
Επιπλέον κυκλοφορούν πολλά σύνθετα λιπάσματα εκ των οποίων
τα καταλληλότερα είναι αυτά που έχουν σχέση θρεπτικών από 2-1-2 έως
4-1-5 συχνά εμπλουτισμένα με μαγνήσιο και βόριο.
Στην αγορά διακινούνται
και πολλά εδαφοβελτιωτικά σκευάσματα συνήθως πλούσια σε οργανική ουσία
αλλά φτωχά σε λιπαντικά στοιχεία.
Η ζωική κοπριά εφαρμόζεται επίσης
συχνά σε εντατικές καλλιέργειες. Όλα τα οργανικά λιπάσματα έχουν συνήθως
υψηλό κόστος αγοράς και η ζωική κοπριά υψηλό κόστος μεταφοράς
και εφαρμογής και ο οικονομικός παράγοντας πρέπει να βρίσκεται πάντα στο
μυαλό του κάθε ελαιοκαλλιεργητή.
Η
συνήθης τακτική της ενσωμάτωσης σε 10 και πλέον εκατοστά βάθος
των λιπασμάτων έχει βρεθεί να προκαλεί ζημιά στο ριζικό σύστημα της
ελιάς και μείωση της απόδοσης.
Η βασική λίπανση πρέπει να εφαρμόζεται
επιφανειακά με ή λίγο πριν από υγρό καιρό με αποτέλεσμα τη μείωση των
απωλειών αμμωνιακού αζώτου και την προσρόφηση των στοιχείων στο
επιφανειακό τουλάχιστον έδαφος.
Μπορεί επίσης να γίνει και ελαφρά
ενσωμάτωση ( έως 5 cm βάθος ) σε περίπτωση ξηρού καιρού με προσοχή ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι διάβρωσης σε επικλινή εδάφη.
Η ορθολογική λίπανση
επιβάλλει φυσικά, τη γνώση των λιπαντικών αναγκών του δέντρου αλλά και
τη θρεπτική κατάσταση του δέντρου σε συνδυασμό με τις ιδιότητες του
εδάφους του ελαιώνα ( απαιτείται μία εδαφολογική ανάλυση ανά μερικά έτη ). Η
φυλλοδιαγνωστική ανάλυση αποτελεί τον καλύτερο τρόπο ελέγχου της
θρεπτικής κατάστασης και συνήθως γίνεται τον Ιανουάριο σε κάθε ελαιώνα.
Βάσει
αυτής της ανάλυσης και βάσει συγκεκριμένων ορίων επάρκειας καλοανεπτυγμένων, υγιών και με κανονική καρποφορία ελαιώνων,
προτείνεται η άριστη λιπαντική αγωγή για κάθε ελαιώνα.
Στον Πίνακα 3,
φαίνονται τα όρια επάρκειας ανόργανων στοιχείων σε φύλλα ελιάς από
τρεις βιβλιογραφικές πηγές δημοσιευμένες σε Ελληνικά έντυπα. Τέλος, τα
όρια επάρκειας για κάθε ποικιλία και οικολογικό περιβάλλον πρέπει να
καθορίζονται μετά από πολλές αναλύσεις υγιών, παραγωγικών ελαιώνων.
Τέτοια
στοιχεία δεν υπάρχουν φυσικά για κάθε Ελληνική ποικιλία και επομένως τα
όρια επάρκειας που έχουν βρεθεί για άλλες περιοχές και ποικιλίες
δίνουν μόνο μια κατεύθυνση για τον ελαιοκαλλιεργητή, ο οποίος πρέπει να
αξιολογήσει τις αναλύσεις και ανάλογα με την αναμενόμενη παραγωγή να
προσθέσει τα στοιχεία και τις απαραίτητες ποσότητες. Βέβαια με την επανάληψη των αναλύσεων σε 1-2 χρονιές γίνεται όλο και πιο κατανοητή η πορεία του ελαιώνα και οι ανάγκες του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου