Πανεπιστήμια: Στις τελευταίες θέσεις για απασχόληση των πτυχιούχων η Ελλάδα
Ποιες οι προτιμήσεις των Ελλήνων φοιτητών –
Ανησυχητικοί οι δείκτες για τις δυνατότητες επαγγελματικής
αποκατάστασης, δυσμενής θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας σε σχέση
με τους άνδρες
Ιδιαίτερα ανησυχητικοί είναι οι δείκτες που σχετίζονται
με τις δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης των πτυχιούχων στην
Ελλάδα, καθώς η χώρα μας βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών του
ΟΟΣΑ τόσο στην απασχόληση των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
ηλικίας 25-64 όσο και των νέων αποφοίτων ηλικίας 25- 34.
Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση για την Ποιότητα της Ανώτατης
Εκπαίδευσης για το 2020που υπέβαλλε ο πρόεδρος της Εθνικής Αρχής
Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) Περικλής Α. Μήτκας στη Βουλή και την
υπουργό Παιδείας, η Ελλάδα, εξαιτίας της οικονομικής
κρίσης, χαρακτηρίζεται από τη μεγαλύτερη απώλεια στην απασχόληση των
νέων αποφοίτων από 81% το 2009 σε 73% το 2019.
Ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η ανεργία των πτυχιούχων, ιδιαίτερα των νέων, παρουσιάζει αυξητικές τάσεις, με την ανεργία των
πτυχιούχων συνολικά, στην Ελλάδα να εξακολουθεί να βρίσκεται στο
υψηλότερο επίπεδο των χωρών της ΕΕ27, παρόλο που παρουσιάζει τη
μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των ετών 2016-2020.
Σε ό,τι αφορά τις αποδοχές των πτυχιούχων, η χώρα μας βρίσκεται πάλι
σε σχετικά χαμηλή θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, απέχοντας 16
ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο.
Επιπλέον, η θέση των γυναικών πτυχιούχων στην αγορά εργασίας
παραμένει διαχρονικά δυσμενής, καθώς το ποσοστό των ανδρών επί των
ανέργων πτυχιούχων ΑΕΙ είναι κατά 20 σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες
μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των γυναικών.
Σύμφωνα με την έκθεση, ενώ ο φοιτητικός πληθυσμός στην Ελλάδα
παραμένει μεταξύ των μεγαλύτερων στις χώρες της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ, ο
αριθμός των αποφοίτων είναι ο χαμηλότερος.
Βεβαίως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι επειδή η μέτρηση γίνεται επί των
εγγεγραμμένων φοιτητών και ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς θεωρούνται μη
ενεργοί, οπότε η σύγκριση δεν αποτυπώνει ακριβώς την πραγματικότητα. Για
τους ίδιους λόγους, το ποσοστό των αποφοίτων στο σύνολο των φοιτητών
ετησίως παραμένει το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρώπης.
Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα παραμένει
υψηλότερο το ποσοστό των ανδρών έναντι των γυναικών στον πρώτο κύκλο
σπουδών σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες. Ωστόσο,
στις μεταπτυχιακές σπουδές οι γυναίκες υπερτερούν αριθμητικά των ανδρών.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα παραμένει η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία
φοιτητών ανά διδάσκοντα απέχοντας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 28
μονάδες. Η αναλογία αποβαίνει δυσμενής λόγω του σχετικά υπεράριθμου
φοιτητικού πληθυσμού, ο οποίος περιλαμβάνει τους μη ενεργούς φοιτητές,
ενώ παρουσιάζει δυσμενή αναλογία διδακτικού προσωπικού ανδρών/γυναικών.
Ως προς τα αντικείμενα σπουδών, οι φοιτητές στην Ελλάδα ακολουθούν,
στην πλειονότητά τους, τις επιστήμες μηχανικής και τις επιστήμες
διοίκησης και νομικής με τελευταίες τις υπηρεσίες, ενώ στην Ευρώπη οι
περισσότεροι φοιτητές είναι ενταγμένοι στις επιστήμες διοίκησης και τις
νομικές σπουδές και οι λιγότεροι στις γεωτεχνικές επιστήμες.
Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών
του ΟΟΣΑ τόσο στην απασχόληση των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
ηλικίας 25-64 (76%) όσο και των νέων αποφοίτων ηλικίας 25- 34 (73%)
(επίπεδα 5-8) απέχοντας 12 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο των
χωρών του ΟΟΣΑ.
Λόγω της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από τη
μεγαλύτερη απώλεια στην απασχόληση των νέων αποφοίτων από 81% το 2009 σε
73% το 2019. Εκτός από την Ελλάδα, σημαντική μείωση στην απασχόληση των
νέων πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εμφανίζουν η Τουρκία (-5%) από
77% σε 72% και η Κόστα Ρίκα (-5%) από 87% σε 82%.
Ωστόσο, η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών αυξάνει τις πιθανότητες
απασχόλησης κατά 7%,σε σύγκριση με τις πιθανότητες των κατόχων πρώτου
πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ η κατοχή διδακτορικού τίτλου κατά
13%.
Όσον αφορά στις αποδοχές των πτυχιούχων, η Ελλάδα βρίσκεται σε
σχετικά χαμηλή θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ απέχοντας 16 ποσοστιαίες
μονάδες από τον μέσο όρο.
Σημειώνεται μάλιστα πως η ανεργία πτυχιούχων γυναικών στην Ελλάδα υπερβαίνει αυτή των ανδρών κατά σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες.
Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, την περίοδο 2016-2020, στο
σύνολο των εγγεγραμμένων ανέργων της χώρας οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης είναι αριθμητικά λιγότεροι από τους αποφοίτους όλων των
άλλων βαθμίδων εκπαίδευσης συγκεντρωτικά (Δευτεροβάθμια και
Μετα-Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και μη φοίτηση σε
σχολείο).
Το 2020 οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναλογούσαν στο
40,19% του συνόλου των ανέργων της χώρας, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με
το 38,07%, το οποίο καταγράφηκε την προηγούμενη χρονιά.
Την περίοδο
2016-2020, το ποσοστό των ανέργων πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
επί του συνόλου των εγγεγραμμένων ανέργων της χώρας παρουσίασε αύξηση
κατά 3,31%, από 36,88% το 2016 σε 40,19% το 2020.
Σε απόλυτους αριθμούς, στην Ελλάδα την περίοδο 2015-2019, οι άνεργοι
πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και για τα δυο φύλα μειώθηκαν
συνολικά κατά 113.700 άτομα (από 417.100 το 2015, σε 303.400 το 2020).
Λαμβάνοντας υπόψη την αριθμητική υπεροχή των γυναικών πτυχιούχων
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το ποσοστό τους, το 2020, έφτασε το 59,46%
(180.400 γυναίκες επί του συνόλου 303.400 ανέργων πτυχιούχων
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης), έναντι του 40,54% των ανδρών.
Ωστόσο, την τελευταία πενταετία, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ
επιβεβαιώνουν, διαχρονικά, τη δυσμενή θέση της γυναίκας στην αγορά
εργασίας.
Μεταξύ των ετών 2016-2020 ο αριθμός των ανέργων γυναικών
πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μειώθηκε κατά 85.500 άτομα, σε
ποσοστό 32,15% (από 265.900 το 2016, σε 180.400 το 2020), ενώ αντίστοιχα
των ανδρών κατά 64.700, σε ποσοστό 18,65% (από 151.200 το 2016 σε
123.000 το 2020).
Βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, το 2020, οι γυναίκες άνεργοι
πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα υπερτερούν σημαντικά των
ανδρών σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες, εκτός από τις ηλικίες 45-64
ετών.
Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι οι επιλογές φοιτητών παρουσιάζουν
σημαντική απόκλιση από εκείνες στην ΕΕ, με μεγαλύτερη προτίμηση προς τις
κοινωνικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες και σημαντικά μικρότερη για
επιστήμες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας.
Επισημαίνεται ότι η προτίμηση
για επιστήμες πληροφορικής και επικοινωνιακών συστημάτων (3,42% των
προτιμήσεων) εμφανίζεται κατώτερη των αναγκών της αγοράς εργασίας και
των προοπτικών που διαγράφονται για δεξιότητες του μέλλοντος.
Ειδικότερα, οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν τις επιστήμες της
μηχανικής, των κατασκευών και της δόμησης (20,97%) ενώ στη δεύτερη θέση,
σε αντίθεση με τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ, έρχονται οι επιστήμες της
διοίκησης επιχειρήσεων και οι νομικές σπουδές (20,66%).
Οι τέχνες και οι ανθρωπιστικές επιστήμες (13,25%) αποτελούν την τρίτη
επιλογή των Ελλήνων φοιτητών (τέταρτη επιλογή στην Ευρώπη) και
ακολουθούν: οι κοινωνικές επιστήμες, η δημοσιογραφία και η
πληροφόρηση (12,69%), οι φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά και η
στατιστική (9,52%), οι επιστήμες υγείας και κοινωνικής
πρόνοιας (7,86%), η εκπαίδευση (4,67%), οι γεωπονικές επιστήμες, η
ιχθυοκαλλιέργεια και η κτηνιατρική (4,05%), οι επιστήμες πληροφορικής
και επικοινωνιακών συστημάτων (3,42%) και οι υπηρεσίες (2,79%).
Η μεγαλύτερη απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στις προτιμήσεις των
Ελλήνων αποφοίτων εντοπίζεται στις επιστήμες υγείας και κοινωνικής
πρόνοιας, οι οποίες βρίσκονται στην 6η θέση στη σειρά προτίμησης των
Ελλήνων σε αντίθεση με την 3η θέση στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Το διδακτικό προσωπικό στην Ελλάδα παραμένει το πλέον ολιγάριθμο σε
σχέση με τον φοιτητικό πληθυσμό και παρουσιάζει την δυσμενέστερη
αναλογία μεταξύ γυναικών και ανδρών, μεταξύ των χωρών της Ευρώπης και
του ΟΟΣΑ.
Η Ελλάδα παραμένει η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία φοιτητών ανά
διδάσκοντα απέχοντας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 28 μονάδες.
Η
αναλογία αποβαίνει δυσμενής λόγω του σχετικά υπεράριθμου φοιτητικού
πληθυσμού, ο οποίος περιλαμβάνει τους μη ενεργούς φοιτητές. Επιπλέον, η
Ελλάδα παρουσιάζει τη δυσμενέστερη αναλογία ανδρών/γυναικών στο
διδακτικό προσωπικό, με πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των ανδρών στο διδακτικό
προσωπικό (64,3%) έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Το ποσοστό διδασκόντων με ηλικία κάτω των 35 ετών (3,30%) είναι
ιδιαίτερα χαμηλό (το χαμηλότερο στην Ευρώπη), εξ αιτίας της σημαντικής
υστέρησης στις προσλήψεις νέων μελών ΔΕΠ στα χρόνια της οικονομικής
κρίσης.
Η δημόσια χρηματοδότηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ενώ
κατέγραφε τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ, σύμφωνα με στοιχεία της EUA για
το 2018, με ταυτόχρονη αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού, κατά το έτος
2020 σημείωσε μικρή αύξηση, ιδίως στη μισθοδοσία προσωπικού, με την
ετήσια επιχορήγηση των λειτουργικών δαπανών από το Υπουργείο Παιδείας να
παραμένει στα ίδια επίπεδα με προηγούμενα έτη.
Η έρευνα στα ελληνικά ΑΕΙ σημειώνει σχετικά καλές επιδόσεις, οι
οποίες ενισχύονται από την ενεργή συμμετοχή των ΑΕΙ στα ευρωπαϊκά
ανταγωνιστικά προγράμματα.
Η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται σε σχετικά
υψηλή θέση (18η ) ως προς το πλήθος των επιστημονικών δημοσιεύσεων
μεταξύ 52 ευρωπαϊκών χωρών και στη 17η θέση ως προς την αναλογία
αναφορών ανά δημοσίευση.
Ωστόσο, σχετικά χαμηλή (σε σύνολο 28 χωρών)
είναι η επίδοση της χώρας (26η ) ως προς την αναλογία πλήθους
δημοσιεύσεων ανά ερευνητή.
Ωστόσο, η ερευνητική χρηματοδότηση εξακολουθεί να βρίσκεται σε χαμηλά
επίπεδα, αλλά οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη στην Ανώτατη
Εκπαίδευση σημείωσαν αύξηση από το προηγούμενο έτος, ενώ το σύνολο του
ερευνητικού δυναμικού της ανώτατης εκπαίδευσης αυξήθηκε από το
προηγούμενο έτος παραμένοντας, ωστόσο, σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό
του 2015.
Η συμμετοχή των ελληνικών ΑΕΙ στα ευρωπαϊκά ερευνητικά
προγράμματα είναι αρκετά υψηλή και υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο
κατά 1,4%.
Οι διδάκτορες-νέοι ερευνητές στην Ελλάδα μεταναστεύουν προς αναζήτηση
σταθερής απασχόλησης στο αντικείμενό τους, ενώ σημειώνουν το έλλειμα
καινοτομίας και αντίστοιχων θέσεων στις ελληνικές επιχειρήσεις.
Η
αντιμετώπιση του φαινομένου διαρροής εγκεφάλων αφορά ειδικά στην
κατηγορία των διδακτόρων και σύμφωνα με τις μελέτες συνδέεται τόσο με
την ύπαρξη θεσμοθετημένων θέσεων ερευνητών στον ακαδημαϊκό χώρο, όσο και
με την αναγνώριση του επαγγέλματος ερευνητή στις επιχειρήσεις.
Η παρουσία των ελληνικών πανεπιστημίων στις διεθνείς λίστες κατάταξης
παραμένει σχετικά σταθερή, παρά τις διακυμάνσεις της θέσης τους μεταξύ
των οίκων αξιολόγησης.
Η θέση των ελληνικών πανεπιστημίων στις κύριες
διεθνείς κατατάξεις των οίκων ARWU, THE, QS, Scimago, URAP και
Webometrics, παρουσιάζει κάποιες διακυμάνσεις, ενώ παραμένει σχετικά
σταθερή από τη δεύτερη εκατοντάδα και κάτω, με βάση τα πιο πρόσφατα
δημοσιοποιημένα στοιχεία.
Παρατηρείται ότι, μεταξύ των ελληνικών πανεπιστημίων, το
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το
Πανεπιστήμιο Κρήτης βρίσκονται στις υψηλότερες θέσεις, ωστόσο
σημειώνονται αρκετές διακυμάνσεις ως προς τη σειρά κατάταξης ανάλογα με
τον οίκο αξιολόγησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου